ημιεπίσημος

ημιεπίσημος
-η, -ο
1. αυτός που είναι μόνο εν μέρει επίσημος, που δεν έχει εντελώς επίσημο χαρακτήρα («ημιεπίσημη ανακοίνωση»)
2. φρ. «ημιεπίσημο όργανο τής κυβέρνησης» — εφημερίδα που εκδίδεται από ιδιώτη, αλλά στην πραγματικότητα απηχεί τη γνώμη τής κυβέρνησης.
επίρρ...
ημιεπισήμως και -α
με τρόπο ημιεπίσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + επίσημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξανδρο Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημιεπίσημος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει εντελώς επίσημο χαρακτήρα: Ημιεπίσημο όργανο της κυβέρνησης. – Ημιεπίσημο ένδυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”